Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θῶμιγξ
θωμός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπεύω
θώπτω
θώ
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
θωρηκτής
θωρήσσω
θώς
θωϋκτήρ
θωΰσσω
θώψ
ἰαιβοῖ
View word page
θωρακοποιός
θωρακοποιός θωρᾱκο-ποιός, όν ποιέω making breastplates, Xen.
ShortDef
breastplate maker
Debugging
Headword:
θωρακοποιός
Headword (normalized):
θωρακοποιός
Headword (normalized/stripped):
θωρακοποιος
IDX:
15593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15607
Key:
qwrakopoio/s
Data
{'content': 'θωρακοποιός\n θωρᾱκο-ποιός, όν\n ποιέω\n making breastplates, Xen.', 'key': 'qwrakopoio/s'}