Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυώδης
θύωμα
θωή
θῶμιγξ
θωμός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπεύω
θώπτω
θώ
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
θωρηκτής
θωρήσσω
θώς
θωϋκτήρ
View word page
θώ
θώ apocop. for θώραξ, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θώ
Headword (normalized):
θώ
Headword (normalized/stripped):
θω
IDX:
15590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15604
Key:
qw/
Data
{'content': 'θώ\n apocop. for θώραξ, Anth.', 'key': 'qw/'}