Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θύω
θύω
θυώδης
θυώδης
θύωμα
θωή
θῶμιγξ
θωμός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπεύω
θώπτω
θώ
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
θωρηκτής
View word page
θωπευμάτια
θωπευμάτια θωπευμάτια, τά, Dim. of θώπευμα bits of flattery, Ar.
ShortDef
bits of flattery
Debugging
Headword:
θωπευμάτια
Headword (normalized):
θωπευμάτια
Headword (normalized/stripped):
θωπευματια
IDX:
15587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15601
Key:
qwpeuma/tia
Data
{'content': 'θωπευμάτια\n θωπευμάτια, τά,\n Dim. of θώπευμα\n bits of flattery, Ar.', 'key': 'qwpeuma/tia'}