Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυτικός
θύω
θύω
θυώδης
θυώδης
θύωμα
θωή
θῶμιγξ
θωμός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπεύω
θώπτω
θώ
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
View word page
θώπευμα
θώπευμα θώπευμα, ατος, τό, a piece of flattery, Ar.; pl. caresses, Eur.
ShortDef
a piece of flattery
Debugging
Headword:
θώπευμα
Headword (normalized):
θώπευμα
Headword (normalized/stripped):
θωπευμα
IDX:
15586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15600
Key:
qw/peuma
Data
{'content': 'θώπευμα\n θώπευμα, ατος, τό,\n a piece of flattery, Ar.; pl. caresses, Eur.', 'key': 'qw/peuma'}