Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγέραστος
ἄγερσις
ἀγέρωχος
ἀγέστρατος
ἄγευστος
ἀγηλατέω
ἄγημα
ἀγηνορία
ἀγήνωρ
ἄγη
ἀγή
ἀγήραος
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
ἀγητός
ἁγιασμός
ἁγίζω
ἀγινέω
ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
View word page
ἀγή
ἀγή ἄγνυμι a fragment, piece, splinter, Aesch., Eur.
ShortDef
a fragment, piece, splinter
[transport]
Debugging
Headword:
ἀγή
Headword (normalized):
ἀγή
Headword (normalized/stripped):
αγη
IDX:
156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n156
Key:
a)gh/1
Data
{'content': 'ἀγή\n ἄγνυμι\n a fragment, piece, splinter, Aesch., Eur.', 'key': 'a)gh/1'}