Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυτήριον
θυτήρ
θυτικός
θύω
θύω
θυώδης
θυώδης
θύωμα
θωή
θῶμιγξ
θωμός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπεύω
θώπτω
θώ
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
View word page
θωμός
θωμός θωμός, ὁ, = σωρός, a heap, Aesch. Like θημών, from τίθημι.

ShortDef

a heap

Debugging

Headword:
θωμός
Headword (normalized):
θωμός
Headword (normalized/stripped):
θωμος
IDX:
15584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15598
Key:
qwmo/s

Data

{'content': 'θωμός\n θωμός, ὁ,\n = σωρός,\n a heap, Aesch.\n Like θημών, from τίθημι.', 'key': 'qwmo/s'}