Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυτέος
θυτήριον
θυτήρ
θυτικός
θύω
θύω
θυώδης
θυώδης
θύωμα
θωή
θῶμιγξ
θωμός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπεύω
θώπτω
θώ
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακοποιός
View word page
θῶμιγξ
θῶμιγξ θῶμιγξ, ιγγος, ὁ, a cord, string, Hdt.: a bow-string, Aesch. deriv. uncertain
ShortDef
a cord, string
Debugging
Headword:
θῶμιγξ
Headword (normalized):
θῶμιγξ
Headword (normalized/stripped):
θωμιγξ
IDX:
15583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15597
Key:
qw=migc
Data
{'content': 'θῶμιγξ\n θῶμιγξ, ιγγος, ὁ,\n a cord, string, Hdt.: a bow-string, Aesch.\n deriv. uncertain', 'key': 'qw=migc'}