Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
θυσιάζω
θυσία
θυσιαστήριον
θύσιμος
θυστάς
θυτεῖον
θυτέος
θυτήριον
θυτήρ
θυτικός
θύω
θύω
θυώδης
θυώδης
θύωμα
θωή
θῶμιγξ
θωμός
View word page
θυτήριον
θυτήριον θῠτήριον, ου, τό, = θῦμα, Eur.

ShortDef

sacrificial victim; altar

Debugging

Headword:
θυτήριον
Headword (normalized):
θυτήριον
Headword (normalized/stripped):
θυτηριον
IDX:
15574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15588
Key:
quth/rion

Data

{'content': 'θυτήριον\n θῠτήριον, ου, τό,\n = θῦμα, Eur.', 'key': 'quth/rion'}