Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
θυσιάζω
θυσία
θυσιαστήριον
θύσιμος
θυστάς
θυτεῖον
θυτέος
θυτήριον
θυτήρ
θυτικός
θύω
θύω
θυώδης
θυώδης
θύωμα
θωή
View word page
θυτεῖον
θυτεῖον θῠτεῖον, ου, τό, θύω a place for sacrificing, Aeschin.
ShortDef
a place for sacrificing
Debugging
Headword:
θυτεῖον
Headword (normalized):
θυτεῖον
Headword (normalized/stripped):
θυτειον
IDX:
15572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15586
Key:
qutei=on
Data
{'content': 'θυτεῖον\n θῠτεῖον, ου, τό,\n θύω\n a place for sacrificing, Aeschin.', 'key': 'qutei=on'}