Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
θυσιάζω
θυσία
θυσιαστήριον
θύσιμος
θυστάς
θυτεῖον
θυτέος
θυτήριον
θυτήρ
θυτικός
θύω
θύω
θυώδης
View word page
θυσιαστήριον
θυσιαστήριον from θῠσιάζω θῠσιαστήριον, ου, τό, an altar, NTest.
ShortDef
an altar
Debugging
Headword:
θυσιαστήριον
Headword (normalized):
θυσιαστήριον
Headword (normalized/stripped):
θυσιαστηριον
IDX:
15569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15583
Key:
qusiasth/rion
Data
{'content': 'θυσιαστήριον\n from θῠσιάζω\n θῠσιαστήριον, ου, τό,\n an altar, NTest.', 'key': 'qusiasth/rion'}