Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
θυσιάζω
θυσία
θυσιαστήριον
θύσιμος
θυστάς
θυτεῖον
θυτέος
θυτήριον
θυτήρ
View word page
θυσανωτός
θυσανωτός θῠσᾰνωτός, ή, όν as if from θυσανόω = θυσανόεις, Hdt.
ShortDef
asseled, fringed
Debugging
Headword:
θυσανωτός
Headword (normalized):
θυσανωτός
Headword (normalized/stripped):
θυσανωτος
IDX:
15565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15579
Key:
qusanwto/s
Data
{'content': 'θυσανωτός\n θῠσᾰνωτός, ή, όν\n as if from θυσανόω\n = θυσανόεις, Hdt.', 'key': 'qusanwto/s'}