Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
θυσιάζω
θυσία
θυσιαστήριον
θύσιμος
θυστάς
θυτεῖον
θυτέος
θυτήριον
View word page
θύσανος
θύσανος θύσᾰνος (ῠ), ὁ, θύω a tassel, in pl. tassels, fringe, Hdt.; of the tufts of the golden fleece, Pind.
ShortDef
a tassel
Debugging
Headword:
θύσανος
Headword (normalized):
θύσανος
Headword (normalized/stripped):
θυσανος
IDX:
15564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15578
Key:
qu/sanos
Data
{'content': 'θύσανος\n θύσᾰνος (ῠ), ὁ,\n θύω\n a tassel, in pl. tassels, fringe, Hdt.; of the tufts of the golden fleece, Pind.', 'key': 'qu/sanos'}