Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
θυσιάζω
θυσία
θυσιαστήριον
θύσιμος
θυστάς
θυτεῖον
θυτέος
View word page
θυσανόεις
θυσανόεις tasseled, fringed, of the aegis, Il. from θύσᾰνος (ῠ)

ShortDef

tasseled, fringed

Debugging

Headword:
θυσανόεις
Headword (normalized):
θυσανόεις
Headword (normalized/stripped):
θυσανοεις
IDX:
15563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15577
Key:
qusano/eis

Data

{'content': 'θυσανόεις\n tasseled, fringed, of the aegis, Il.\n from θύσᾰνος (ῠ)', 'key': 'qusano/eis'}