Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυρόω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
θυσιάζω
θυσία
θυσιαστήριον
θύσιμος
θυστάς
θυτεῖον
View word page
θυρωτός
θυρωτός θυρωτός, όν θυρόω with a door or aperture, Babr.
ShortDef
with a door
Debugging
Headword:
θυρωτός
Headword (normalized):
θυρωτός
Headword (normalized/stripped):
θυρωτος
IDX:
15562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15576
Key:
qurwto/s
Data
{'content': 'θυρωτός\n θυρωτός, όν\n θυρόω\n with a door or aperture, Babr.', 'key': 'qurwto/s'}