Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
θυσιάζω
θυσία
θυσιαστήριον
θύσιμος
View word page
θυρωρέω
θυρωρέω θῠρωρέω, to be a door-keeper, Luc. from θῠρωρός
ShortDef
to be a door-keeper
Debugging
Headword:
θυρωρέω
Headword (normalized):
θυρωρέω
Headword (normalized/stripped):
θυρωρεω
IDX:
15560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15574
Key:
qurwre/w
Data
{'content': 'θυρωρέω\n θῠρωρέω,\n to be a door-keeper, Luc.\n from θῠρωρός', 'key': 'qurwre/w'}