Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
θυσιάζω
θυσία
View word page
θύρωμα
θύρωμα θυρόω usu. pl., a room with doors to it, a chamber, Hdt. a door with posts and frame, Thuc., Dem.

ShortDef

doorway

Debugging

Headword:
θύρωμα
Headword (normalized):
θύρωμα
Headword (normalized/stripped):
θυρωμα
IDX:
15558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15572
Key:
qurw/mata

Data

{'content': 'θύρωμα\n θυρόω\n usu. pl., a room with doors to it, a chamber, Hdt.\n a door with posts and frame, Thuc., Dem.', 'key': 'qurw/mata'}