Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θύρετρα
θύρηφι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
θύσθλα
View word page
θυρσοφόρος
θυρσοφόρος θυρσο-φόρος, ον φέρω thyrsus-bearing, Eur., Anth.

ShortDef

thyrsus-bearing

Debugging

Headword:
θυρσοφόρος
Headword (normalized):
θυρσοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θυρσοφορος
IDX:
15556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15570
Key:
qursofo/ros

Data

{'content': 'θυρσοφόρος\n θυρσο-φόρος, ον\n φέρω\n thyrsus-bearing, Eur., Anth.', 'key': 'qursofo/ros'}