Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυρεοφόρος
θύρετρα
θύρηφι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
θύσανος
θυσανωτός
View word page
θυρσοφορέω
θυρσοφορέω θυρσοφορέω, fut. -ήσω to assemble or regulate with the thyrsus, Eur. from θυρσοφόρος

ShortDef

to assemble

Debugging

Headword:
θυρσοφορέω
Headword (normalized):
θυρσοφορέω
Headword (normalized/stripped):
θυρσοφορεω
IDX:
15555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15569
Key:
qursofore/w

Data

{'content': 'θυρσοφορέω\n θυρσοφορέω,\n fut. -ήσω\n to assemble or regulate with the thyrsus, Eur.\n from θυρσοφόρος', 'key': 'qursofore/w'}