Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυρέασπις
θυρεός
θυρεοφόρος
θύρετρα
θύρηφι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
θυρωτός
θυσανόεις
View word page
θυρσομανής
θυρσομανής θυρσο-μᾰνής, ές μαίνομαι he who raves with the thyrsus, Eur.
ShortDef
he who raves with the thyrsus
Debugging
Headword:
θυρσομανής
Headword (normalized):
θυρσομανής
Headword (normalized/stripped):
θυρσομανης
IDX:
15553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15567
Key:
qursomanh/s
Data
{'content': 'θυρσομανής\n θυρσο-μᾰνής, ές\n μαίνομαι\n he who raves with the thyrsus, Eur.', 'key': 'qursomanh/s'}