Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυραυλία
θύραυλος
θυρέασπις
θυρεός
θυρεοφόρος
θύρετρα
θύρηφι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θύρωμα
θυρών
θυρωρέω
θυρωρός
View word page
θυροκόπος
θυροκόπος θῠρο-κόπος, ον κόπτω knocking at the door, begging, Aesch.

ShortDef

knocking at the door, begging

Debugging

Headword:
θυροκόπος
Headword (normalized):
θυροκόπος
Headword (normalized/stripped):
θυροκοπος
IDX:
15551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15565
Key:
quroko/pos

Data

{'content': 'θυροκόπος\n θῠρο-κόπος, ον\n κόπτω\n knocking at the door, begging, Aesch.', 'key': 'quroko/pos'}