Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θύραθεν
θυραῖος
θύρα
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυρέασπις
θυρεός
θυρεοφόρος
θύρετρα
θύρηφι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
θυρσοφόρος
View word page
θύρετρα
θύρετρα θύρετρα, τά, = θύρα, a door, Hom., etc.
ShortDef
a door
Debugging
Headword:
θύρετρα
Headword (normalized):
θύρετρα
Headword (normalized/stripped):
θυρετρα
IDX:
15546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15560
Key:
qu/retra
Data
{'content': 'θύρετρα\n θύρετρα, τά,\n = θύρα,\n a door, Hom., etc.', 'key': 'qu/retra'}