Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θύραζε
θύραθεν
θυραῖος
θύρα
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυρέασπις
θυρεός
θυρεοφόρος
θύρετρα
θύρηφι
θύριον
θυρίς
θυροκοπέω
θυροκόπος
θυρόω
θυρσομανής
θύρσος
θυρσοφορέω
View word page
θυρεοφόρος
θυρεοφόρος from θῠρεός θῠρεο-φόρος, ον φέρω bearing a shield, Plut.

ShortDef

armed with an oblong shield

Debugging

Headword:
θυρεοφόρος
Headword (normalized):
θυρεοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θυρεοφορος
IDX:
15545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15559
Key:
qureofo/ros

Data

{'content': 'θυρεοφόρος\n from θῠρεός\n θῠρεο-φόρος, ον\n φέρω\n bearing a shield, Plut.', 'key': 'qureofo/ros'}