Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θύννειος
θυννευτικός
θυννοκέφαλος
θυννοσκοπέω
θυννοσκόπος
θύννος
θύνω
θυοδόκος
θυόεις
θύον
θυοσκέω
θυοσκόος
θύος
θυόω
θύραζε
θύραθεν
θυραῖος
θύρα
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
View word page
θυοσκέω
θυοσκέω θυοσκέω, to make burnt-offerings, Aesch. from θυοσκόος
ShortDef
to make burnt-offerings
Debugging
Headword:
θυοσκέω
Headword (normalized):
θυοσκέω
Headword (normalized/stripped):
θυοσκεω
IDX:
15531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15545
Key:
quoske/w
Data
{'content': 'θυοσκέω\n θυοσκέω,\n to make burnt-offerings, Aesch.\n from θυοσκόος', 'key': 'quoske/w'}