Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυμοραϊστής
θυμοσοφικός
θυμόσοφος
θυμός
θυμοφθορέω
θυμοφθόρος
θυμόω
θυμώδης
θύμωμα
θυνέω
θυννάζω
θύννειος
θυννευτικός
θυννοκέφαλος
θυννοσκοπέω
θυννοσκόπος
θύννος
θύνω
θυοδόκος
θυόεις
θύον
View word page
θυννάζω
θυννάζω θυννάζω, fut. -σω θύννος to spear a tunny-fish, Ar.

ShortDef

to spear a tunny-fish

Debugging

Headword:
θυννάζω
Headword (normalized):
θυννάζω
Headword (normalized/stripped):
θυνναζω
IDX:
15520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15534
Key:
qunna/zw

Data

{'content': 'θυννάζω\n θυννάζω,\n fut. -σω\n θύννος\n to spear a tunny-fish, Ar.', 'key': 'qunna/zw'}