Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θύμον
θυμοπληθής
θυμοραϊστής
θυμοσοφικός
θυμόσοφος
θυμός
θυμοφθορέω
θυμοφθόρος
θυμόω
θυμώδης
θύμωμα
θυνέω
θυννάζω
θύννειος
θυννευτικός
θυννοκέφαλος
θυννοσκοπέω
θυννοσκόπος
θύννος
θύνω
θυοδόκος
View word page
θύμωμα
θύμωμα θύ_μωμα, ατος, τό, θυμόω wrath, passion, Aesch.

ShortDef

wrath, passion

Debugging

Headword:
θύμωμα
Headword (normalized):
θύμωμα
Headword (normalized/stripped):
θυμωμα
IDX:
15518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15532
Key:
qu/mwma

Data

{'content': 'θύμωμα\n θύ_μωμα, ατος, τό,\n θυμόω\n wrath, passion, Aesch.', 'key': 'qu/mwma'}