Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμοειδής
θυμολέων
θυμόμαντις
θυμομαχέω
θύμον
θυμοπληθής
θυμοραϊστής
θυμοσοφικός
θυμόσοφος
θυμός
θυμοφθορέω
θυμοφθόρος
θυμόω
θυμώδης
θύμωμα
θυνέω
θυννάζω
θύννειος
θυννευτικός
View word page
θυμόσοφος
θυμόσοφος θῡμό-σοφος, ον wise from oneʼs own soul, i. e. naturally clever, a man of genius, Ar., Plut.

ShortDef

wise from one's own soul

Debugging

Headword:
θυμόσοφος
Headword (normalized):
θυμόσοφος
Headword (normalized/stripped):
θυμοσοφος
IDX:
15512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15526
Key:
qumo/sofos

Data

{'content': 'θυμόσοφος\n θῡμό-σοφος, ον\n wise from oneʼs own soul, i. e. naturally clever, a man of genius, Ar., Plut.', 'key': 'qumo/sofos'}