θυμοσοφικός
θυμοσοφικός
θῡμοσοφικός, ή, όν
like a clever fellow, Ar.
from θῡμόσοφος
{ "content": "θυμοσοφικός\n θῡμοσοφικός, ή, όν\n like a clever fellow, Ar.\n from θῡμόσοφος", "key": "qumosofiko/s" }