Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυμίδιον
θυμικός
θυμίτης
θυμοβαρής
θυμοβορέω
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμοειδής
θυμολέων
θυμόμαντις
θυμομαχέω
θύμον
θυμοπληθής
θυμοραϊστής
θυμοσοφικός
θυμόσοφος
θυμός
θυμοφθορέω
θυμοφθόρος
θυμόω
θυμώδης
View word page
θυμομαχέω
θυμομαχέω θῡμο-μᾰχέω, to fight desperately, NTest., Plut.
ShortDef
to fight desperately
Debugging
Headword:
θυμομαχέω
Headword (normalized):
θυμομαχέω
Headword (normalized/stripped):
θυμομαχεω
IDX:
15507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15521
Key:
qumomaxe/w
Data
{'content': 'θυμομαχέω\n θῡμο-μᾰχέω,\n to fight desperately, NTest., Plut.', 'key': 'qumomaxe/w'}