Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλλοιόω
ἀλλοίωσις
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλοσε
ἄλλος
ἄλλοτε
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἄλλου
ἄλλοφος
ἀλλοφρονέω
ἀλλόφυλος
ἀλλόχροος
View word page
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλοτριοπραγμοσύνη πρᾶγμα a meddling with other peopleʼs business, Plat.
ShortDef
a meddling with other people's business
Debugging
Headword:
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
Headword (normalized):
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριοπραγμοσυνη
IDX:
1552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1552
Key:
a)llotriopragmosu/nh
Data
{'content': 'ἀλλοτριοπραγμοσύνη\n πρᾶγμα\n a meddling with other peopleʼs business, Plat.', 'key': 'a)llotriopragmosu/nh'}