Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυμελικός
θυμηγερέων
θυμηδής
θυμίαμα
θυμιατήριον
θυμιάω
θυμίδιον
θυμικός
θυμίτης
θυμοβαρής
θυμοβορέω
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμοειδής
θυμολέων
θυμόμαντις
θυμομαχέω
θύμον
θυμοπληθής
θυμοραϊστής
θυμοσοφικός
View word page
θυμοβορέω
θυμοβορέω θῡμοβορέω, to gnaw or vex the heart, Hes. from θῡμοβόρος
ShortDef
to gnaw
Debugging
Headword:
θυμοβορέω
Headword (normalized):
θυμοβορέω
Headword (normalized/stripped):
θυμοβορεω
IDX:
15501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15515
Key:
qumobore/w
Data
{'content': 'θυμοβορέω\n θῡμοβορέω,\n to gnaw or vex the heart, Hes.\n from θῡμοβόρος', 'key': 'qumobore/w'}