Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θύμβρα
θυμβρεπίδειπνος
Θύμβρις
θυμβροφάγος
θυμέλη
θυμελικός
θυμηγερέων
θυμηδής
θυμίαμα
θυμιατήριον
θυμιάω
θυμίδιον
θυμικός
θυμίτης
θυμοβαρής
θυμοβορέω
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμοειδής
θυμολέων
θυμόμαντις
View word page
θυμιάω
θυμιάω θῦμα to burn so as to produce smoke, burn, Hdt.:—Pass. to be burnt, 3rd sg. θυμιῆται (Ionic for -ᾶται) Hdt.

ShortDef

to burn so as to produce smoke, burn

Debugging

Headword:
θυμιάω
Headword (normalized):
θυμιάω
Headword (normalized/stripped):
θυμιαω
IDX:
15496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15510
Key:
qumia/w

Data

{'content': 'θυμιάω\n θῦμα\n to burn so as to produce smoke, burn, Hdt.:—Pass. to be burnt, 3rd sg. θυμιῆται (Ionic for -ᾶται) Hdt.', 'key': 'qumia/w'}