Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλλοῖος
ἀλλοιόω
ἀλλοίωσις
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλοσε
ἄλλος
ἄλλοτε
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἄλλου
ἄλλοφος
ἀλλοφρονέω
ἀλλόφυλος
View word page
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριολογέω λέγω to speak of things foreign to the matter, Strab.
ShortDef
to speak of things foreign to the matter
Debugging
Headword:
ἀλλοτριολογέω
Headword (normalized):
ἀλλοτριολογέω
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριολογεω
IDX:
1551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1551
Key:
a)llotriologe/w
Data
{'content': 'ἀλλοτριολογέω\n λέγω\n to speak of things foreign to the matter, Strab.', 'key': 'a)llotriologe/w'}