Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυμάλωψ
θῦμα
θυμαρέω
θυμαρής
θύμβρα
θυμβρεπίδειπνος
Θύμβρις
θυμβροφάγος
θυμέλη
θυμελικός
θυμηγερέων
θυμηδής
θυμίαμα
θυμιατήριον
θυμιάω
θυμίδιον
θυμικός
θυμίτης
θυμοβαρής
θυμοβορέω
θυμοβόρος
View word page
θυμηγερέων
θυμηγερέων ἀγείρω a part. with no pres. in use gathering breath, collecting oneself, Od.

ShortDef

gathering breath, collecting oneself

Debugging

Headword:
θυμηγερέων
Headword (normalized):
θυμηγερέων
Headword (normalized/stripped):
θυμηγερεων
IDX:
15492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15506
Key:
qumhgere/wn

Data

{'content': 'θυμηγερέων\n ἀγείρω\n a part. with no pres. in use\n gathering breath, collecting oneself, Od.', 'key': 'qumhgere/wn'}