Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θύλακος
θῦλαξ
θυλέομαι
θύλημα
θυμαίνω
θυμαλγής
θυμάλωψ
θῦμα
θυμαρέω
θυμαρής
θύμβρα
θυμβρεπίδειπνος
Θύμβρις
θυμβροφάγος
θυμέλη
θυμελικός
θυμηγερέων
θυμηδής
θυμίαμα
θυμιατήριον
θυμιάω
View word page
θύμβρα
θύμβρα .θύμβρα, ἡ, a bitter herb, savory, Eupol.
ShortDef
savory
Debugging
Headword:
θύμβρα
Headword (normalized):
θύμβρα
Headword (normalized/stripped):
θυμβρα
IDX:
15486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15500
Key:
qu/mbra
Data
{'content': 'θύμβρα\n .θύμβρα, ἡ,\n a bitter herb, savory, Eupol.', 'key': 'qu/mbra'}