Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
θύλακος
θῦλαξ
θυλέομαι
θύλημα
θυμαίνω
θυμαλγής
θυμάλωψ
θῦμα
θυμαρέω
θυμαρής
θύμβρα
θυμβρεπίδειπνος
Θύμβρις
θυμβροφάγος
θυμέλη
θυμελικός
θυμηγερέων
View word page
θυμάλωψ
θυμάλωψ θῡμάλωψ (ᾰ), ωπος, τύφω a piece of burning wood or charcoal, a hot coal, Ar.
ShortDef
a piece of burning wood
Debugging
Headword:
θυμάλωψ
Headword (normalized):
θυμάλωψ
Headword (normalized/stripped):
θυμαλωψ
IDX:
15482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15496
Key:
quma/lwy
Data
{'content': 'θυμάλωψ\n θῡμάλωψ (ᾰ), ωπος,\n τύφω\n a piece of burning wood or charcoal, a hot coal, Ar.', 'key': 'quma/lwy'}