Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
θύλακος
θῦλαξ
θυλέομαι
θύλημα
θυμαίνω
θυμαλγής
θυμάλωψ
θῦμα
θυμαρέω
θυμαρής
θύμβρα
θυμβρεπίδειπνος
Θύμβρις
θυμβροφάγος
View word page
θύλημα
θύλημα from θυλέομαι θύλημα, ατος, τό, that which is offered; mostly in pl. θυλήματα, cakes, incense, etc., Ar.
ShortDef
that which is offered
Debugging
Headword:
θύλημα
Headword (normalized):
θύλημα
Headword (normalized/stripped):
θυλημα
IDX:
15479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15493
Key:
qu/lhma
Data
{'content': 'θύλημα\n from θυλέομαι\n θύλημα, ατος, τό,\n that which is offered; mostly in pl. θυλήματα, cakes, incense, etc., Ar.', 'key': 'qu/lhma'}