Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
θύλακος
θῦλαξ
θυλέομαι
θύλημα
θυμαίνω
θυμαλγής
θυμάλωψ
θῦμα
θυμαρέω
θυμαρής
θύμβρα
θυμβρεπίδειπνος
Θύμβρις
View word page
θυλέομαι
θυλέομαι θυλέομαι, θύος to offer.

ShortDef

to offer

Debugging

Headword:
θυλέομαι
Headword (normalized):
θυλέομαι
Headword (normalized/stripped):
θυλεομαι
IDX:
15478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15492
Key:
qule/omai

Data

{'content': 'θυλέομαι\n θυλέομαι,\n θύος\n to offer.', 'key': 'qule/omai'}