Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
θύλακος
θῦλαξ
θυλέομαι
θύλημα
θυμαίνω
θυμαλγής
θυμάλωψ
θῦμα
θυμαρέω
θυμαρής
θύμβρα
View word page
θύλακος
θύλακος .θύ_λᾰκος, ὁ, a bag, pouch, wallet, Hdt., Ar.; δερῶ σε θύλακον Iʼll make a bag of your skin, Ar. in pl. the trousers of the Persians, Eur., Ar.

ShortDef

a bag, pouch, wallet

Debugging

Headword:
θύλακος
Headword (normalized):
θύλακος
Headword (normalized/stripped):
θυλακος
IDX:
15476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15490
Key:
qu/lakos

Data

{'content': 'θύλακος\n .θύ_λᾰκος, ὁ,\n a bag, pouch, wallet, Hdt., Ar.; δερῶ σε θύλακον Iʼll make a bag of your skin, Ar.\n in pl. the trousers of the Persians, Eur., Ar.', 'key': 'qu/lakos'}