Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
θύλακος
θῦλαξ
θυλέομαι
θύλημα
θυμαίνω
θυμαλγής
θυμάλωψ
θῦμα
View word page
θύϊνος
θύϊνος θύϊνος, η, ον of the tree θυία, of cedar, NTest.
ShortDef
of the tree
Debugging
Headword:
θύϊνος
Headword (normalized):
θύϊνος
Headword (normalized/stripped):
θυινος
IDX:
15473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15487
Key:
qu/inos
Data
{'content': 'θύϊνος\n θύϊνος, η, ον\n of the tree θυία, of cedar, NTest.', 'key': 'qu/inos'}