Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
θύλακος
θῦλαξ
θυλέομαι
θύλημα
θυμαίνω
θυμαλγής
θυμάλωψ
View word page
θυιάς
θυιάς θυιάς, άδος, θύω a mad or inspired woman, a Bacchante, Aesch.

ShortDef

inspired, possessed woman (e.g. of Bacchantes)

Debugging

Headword:
θυιάς
Headword (normalized):
θυιάς
Headword (normalized/stripped):
θυιας
IDX:
15472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15486
Key:
quia/s

Data

{'content': 'θυιάς\n θυιάς, άδος,\n θύω\n a mad or inspired woman, a Bacchante, Aesch.', 'key': 'quia/s'}