Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
θύλακος
θῦλαξ
θυλέομαι
θύλημα
θυμαίνω
View word page
θυηφάγος
θυηφάγος θυη-φάγος (ᾰ), ον θύος, φαγεῖν devouring offerings, Aesch.
ShortDef
devouring offerings
Debugging
Headword:
θυηφάγος
Headword (normalized):
θυηφάγος
Headword (normalized/stripped):
θυηφαγος
IDX:
15470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15484
Key:
quhfa/gos
Data
{'content': 'θυηφάγος\n θυη-φάγος (ᾰ), ον\n θύος, φαγεῖν\n devouring offerings, Aesch.', 'key': 'quhfa/gos'}