Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
θύλακος
θῦλαξ
θυλέομαι
θύλημα
View word page
θυηπόλος
θυηπόλος θυη-πόλος, ον θύος, πολέω busy about sacrifices, sacrificial, Aesch.:—as Subst. a diviner, soothsayer, Eur., Ar.

ShortDef

busy about sacrifices, sacrificial

Debugging

Headword:
θυηπόλος
Headword (normalized):
θυηπόλος
Headword (normalized/stripped):
θυηπολος
IDX:
15469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15483
Key:
quhpo/los

Data

{'content': 'θυηπόλος\n θυη-πόλος, ον\n θύος, πολέω\n busy about sacrifices, sacrificial, Aesch.:—as Subst. a diviner, soothsayer, Eur., Ar.', 'key': 'quhpo/los'}