Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
θύλακος
View word page
θυήεις
θυήεις θυήεις, εσσα, εν θύος smoking or smelling with incense, fragrant, Hom., Hes.
ShortDef
smoking
Debugging
Headword:
θυήεις
Headword (normalized):
θυήεις
Headword (normalized/stripped):
θυηεις
IDX:
15466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15480
Key:
quh/eis
Data
{'content': 'θυήεις\n θυήεις, εσσα, εν\n θύος\n smoking or smelling with incense, fragrant, Hom., Hes.', 'key': 'quh/eis'}