Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
θυλάκιον
View word page
θυηδόχος
θυηδόχος θυη-δόχος, ον θύος, δέχομαι receiving incense, Anth.
ShortDef
receiving incense
Debugging
Headword:
θυηδόχος
Headword (normalized):
θυηδόχος
Headword (normalized/stripped):
θυηδοχος
IDX:
15465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15479
Key:
quhdo/xos
Data
{'content': 'θυηδόχος\n θυη-δόχος, ον\n θύος, δέχομαι\n receiving incense, Anth.', 'key': 'quhdo/xos'}