Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
θυίω
View word page
Θυέστειος
Θυέστειος Θυέστειος, α, ον of Thyestes, Ar.

ShortDef

of Thyestes

Debugging

Headword:
Θυέστειος
Headword (normalized):
θυέστειος
Headword (normalized/stripped):
θυεστειος
IDX:
15464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15478
Key:
*que/steios

Data

{'content': 'Θυέστειος\n Θυέστειος, α, ον\n of Thyestes, Ar.', 'key': '*que/steios'}