Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
θύϊνος
View word page
θύελλα
θύελλα θύελλα, ἡ, θύω, as ἄελλα from ἄημι a furious storm, hurricane, Hom.; πυρὸς θύελλαι thunderstorms, Od.; ποντία θ. Soph.; metaph., ἄτης θύελλαι Aesch.
ShortDef
a furious storm, hurricane
Debugging
Headword:
θύελλα
Headword (normalized):
θύελλα
Headword (normalized/stripped):
θυελλα
IDX:
15463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15477
Key:
qu/ella
Data
{'content': 'θύελλα\n θύελλα, ἡ,\n θύω, as ἄελλα from ἄημι\n a furious storm, hurricane, Hom.; πυρὸς θύελλαι thunderstorms, Od.; ποντία θ. Soph.; metaph., ἄτης θύελλαι Aesch.', 'key': 'qu/ella'}