Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρύον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
θυηφάγος
θυία
θυιάς
View word page
θυείδιον
θυείδιον θυείδιον, ου, τό, Dim. of θυεία, Ar.
ShortDef
dim. of θυεία, small mortar
Debugging
Headword:
θυείδιον
Headword (normalized):
θυείδιον
Headword (normalized/stripped):
θυειδιον
IDX:
15462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15476
Key:
quei/dion
Data
{'content': 'θυείδιον\n θυείδιον, ου, τό,\n Dim. of θυεία, Ar.', 'key': 'quei/dion'}