Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρύον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυηπολέω
θυηπόλος
View word page
θυγατριδῆ
θυγατριδῆ from θῠγάτηρ a daughterʼs daughter, granddaughter, Attic
ShortDef
a daughter's daughter, granddaughter
Debugging
Headword:
θυγατριδῆ
Headword (normalized):
θυγατριδῆ
Headword (normalized/stripped):
θυγατριδη
IDX:
15459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15473
Key:
qugatridh=
Data
{'content': 'θυγατριδῆ\n from θῠγάτηρ\n a daughterʼs daughter, granddaughter, Attic', 'key': 'qugatridh='}