Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρυαλλίδιον
θρυαλλίς
θρυλέω
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρύον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
θύελλα
Θυέστειος
θυηδόχος
View word page
θρύψις
θρύψις θρύψις, εως a breaking in small pieces:—metaph. softness, weakness, debauchery, Xen., Plut., etc.

ShortDef

a breaking in small pieces

Debugging

Headword:
θρύψις
Headword (normalized):
θρύψις
Headword (normalized/stripped):
θρυψις
IDX:
15455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15469
Key:
qru/yis

Data

{'content': 'θρύψις\n θρύψις, εως\n a breaking in small pieces:—metaph. softness, weakness, debauchery, Xen., Plut., etc.', 'key': 'qru/yis'}