Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίδιον
θρυαλλίς
θρυλέω
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρύον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
θυείδιον
View word page
θρύον
θρύον .θρύον, ου, τό, a rush, Lat. juncus, Il.

ShortDef

a rush
Thryum, a town in Elis

Debugging

Headword:
θρύον
Headword (normalized):
θρύον
Headword (normalized/stripped):
θρυον
IDX:
15452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15466
Key:
qru/on

Data

{'content': 'θρύον\n .θρύον, ου, τό,\n a rush, Lat. juncus, Il.', 'key': 'qru/on'}